- κολιος
- κολιόςὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολιός — green woodpecker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολιός — (I) ο (Α κολιός) νεοελλ. ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coliidae αρχ. είδος δρυοκολάπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»]. (II) ο 1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας 2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι… … Dictionary of Greek
κολιός — ο είδος ψαριού, σκουμπρί: Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… … Dictionary of Greek
κολιαρούδι — το μικρός κολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολιός + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. μαθητ αρούδι, σχολει αρούδι] … Dictionary of Greek
κολιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών, αντιπροσωπευτικό γένος τής οποίας είναι ο κολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. coliiformes. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό colii < κολιός «δρυοκολάπτης» και απόδοση ως προς το β συνθετικό της… … Dictionary of Greek
Skiathos — Gemeinde Skiathos Δήμος Σκιάθου (Σκιάθος) … Deutsch Wikipedia
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
κολίας — ο (Α κολίας) είδος τού ψαριού σκόμβρος, κολιός νεοελλ. ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών … Dictionary of Greek
κολίδιον — κολίδιον, τὸ (Α) [κολίας] μικρός κολιός, κολιαρούδι … Dictionary of Greek
λαμπροκολιός — ο ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας sturnidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamprocolius < lampro (< λαμπρός) + colius (< κολιός)] … Dictionary of Greek